Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lorgnon lorgnons

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lorgnon (fr) αρσενικό

  • γυαλιά που στηρίζονταν στη μύτη με ένα ελατήριο ή που κρατιόντουσαν με μια λαβή

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη lorgner