loose end
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
loose end | loose ends |
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαloose end (en) → δείτε τις λέξεις loose και end
- η εκκρεμότητα
- ⮡ They tied up one of the last important loose ends they had before their wedding.
- Διευθέτησαν μία από τις τελευταίες σημαντικές εκκρεμότητες που είχαν πριν τον γάμο τους.
- ⮡ They tied up one of the last important loose ends they had before their wedding.