Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
lolo
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
lolo
lolos
Ουσιαστικό
επεξεργασία
lolo
(fr)
αρσενικό
(
παιδική λέξη
) το
γάλα
Fais dodo, Colas, mon p'tit frère // Fais
dodo
, t'auras du
lolo
.
Κάνε νάνι, Νικολάκη, αδερφούλη μου // Κάνε νάνι, και θάχεις γαλατάκι (
από παιδικό νανούρισμα
)
(
οικείο
) το
βυζί
, το
στήθος
Elle a de gros
lolos
.
Έχει μεγάλα βυζιά/μεγάλο στήθος.