lilliputien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lilliputien | lilliputiens |
θηλυκό | lilliputienne | lilliputiennes |
Επίθετο
επεξεργασίαlilliputien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lilliputien | lilliputiens |
θηλυκό | lilliputienne | lilliputiennes |
lilliputien (fr)