lighthouse keeper
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lighthouse keeper | lighthouse keepers |
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαlighthouse keeper (en) → δείτε τις λέξεις lighthouse και keeper
- (επάγγελμα) ο φαροφύλακας
ενικός | πληθυντικός |
lighthouse keeper | lighthouse keepers |
lighthouse keeper (en) → δείτε τις λέξεις lighthouse και keeper