Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φαροφύλακας οι φαροφύλακες
      γενική του
του/της
φαροφύλακα
φαροφύλακος
των φαροφυλάκων
    αιτιατική τον/τη φαροφύλακα τους/τις φαροφύλακες
     κλητική φαροφύλακα φαροφύλακες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαροφύλακας < φάρ(ος) + -ο- + -φύλακας, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική gardien de phare.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fa.ɾoˈfi.la.kas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαροφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία