life-saver
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
life-saver | life-savers |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈlaɪfˌseɪ.vər/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈlaɪfˌseɪ.vɚ/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : life‐sav‐er
Ουσιαστικό επεξεργασία
life-saver (en)
- άλλη μορφή του lifesaver
Πηγές επεξεργασία
- lifesaver - Cambridge Dictionary online