Ετυμολογία

επεξεργασία
libellule < λατινική libellula < libella

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.bɛ.lyl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
libellule libellules

libellule (fr) θηλυκό