lessicografo
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- lessicografo < νέα ελληνική λεξικογράφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lessicografo | lessicografi |
θηλυκό | lessicografa | lessicografe |
lessicografo (it)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lessicografo | lessicografi |
θηλυκό | lessicografa | lessicografe |
lessicografo (it)