lefty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lefty | lefties |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlefty (en)
- (ανεπίσημο) αριστερόχειρας
- ⮡ Writing with a pencil may be more difficult for lefties.
- Το γράψιμο με μολύβι ενδέχεται να είναι πιο δύσκολο για τους αριστερόχειρες.
- ⮡ Writing with a pencil may be more difficult for lefties.
Συγγενικά
επεξεργασία- Lefty (παρωνύμιο)