ενικός         πληθυντικός  
leaflet leaflets

  Ετυμολογία

επεξεργασία
leaflet < leaf + -let

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

leaflet (en)

  • το φυλλάδιο
    ⮡  The technical characteristics are detailed in this leaflet.
    Τα τεχνικά χαρακτηριστικά περιγράφονται λεπτομερώς σ' αυτό το φυλλάδιο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη brochure