ενικός         πληθυντικός  
lawsuit lawsuits

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lawsuit < law + suit

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lawsuit (en)

  • (νομικός όρος) η δίκη, η αγωγή
    ⮡  a criminal/civil lawsuit - ποινική/αστική δίκη
    ⮡  a ten-year lawsuit - μια δεκάχρονη δίκη
    ⮡  I won/lost the lawsuit.
    Κέρδισα/έχασα τη δίκη.
    ⮡  I am filing a lawsuit for damages.
    Εγείρω/Κάνω αγωγή για αποζημίωση.
    ⮡  The lawsuit was not accepted by the court.
    Η αγωγή δεν έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο.