Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
laveur laveurs

laveur (fr) αρσενικό

  1. αυτός που πλένει
  2. λαντζιέρης
  3. συσκευή για πλύσιμο