Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαντζιέρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λαντζιέρ
ης
οι
λαντζιέρ
ηδες
γενική
του
λαντζιέρ
η
των
λαντζιέρ
ηδων
αιτιατική
τον
λαντζιέρ
η
τους
λαντζιέρ
ηδες
κλητική
λαντζιέρ
η
λαντζιέρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαντζιέρης
<
λάντζ(α)
+
-ιέρης
<
βενετική
lanza
<
λατινική
lancea
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαντζιέρης
αρσενικό
(
θηλυκό
:
λαντζιέρα
)
(
επάγγελμα
)
αυτός που δουλεύει στο
πλύσιμο
των πιάτων
Άλλες μορφές
επεξεργασία
λαντζέρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαντζιέρης
γαλλικά
:
plongeur
(fr)
γερμανικά
:
Tellerwäscher
(de)
ρωσικά
:
судомойка
(ru)