latitudinal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | latitudinal | latitudinals |
θηλυκό | latitudinale | latitudinales |
Επίθετο
επεξεργασίαlatitudinal (fr)
- σχετικός με το γεωγραφικό πλάτος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | latitudinal | latitudinals |
θηλυκό | latitudinale | latitudinales |
latitudinal (fr)