ενεστώτας latch onto
γ΄ ενικό ενεστώτα latches onto
αόριστος latched onto
παθητική μετοχή latched onto
ενεργητική μετοχή latching onto

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις latch και onto

latch onto (en) (something)

  1. προσκολλώμαι
  2. αναπτύσσω έντονο ενδιαφέρον για κάτι
  3. αρχίζω να κατανοώ κάτι, αρχίζω να «πιάνω» κάτι

Άλλες μορφές

επεξεργασία