latch onto
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | latch onto |
γ΄ ενικό ενεστώτα | latches onto |
αόριστος | latched onto |
παθητική μετοχή | latched onto |
ενεργητική μετοχή | latching onto |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlatch onto (en) (something)
- προσκολλώμαι
- αναπτύσσω έντονο ενδιαφέρον για κάτι
- αρχίζω να κατανοώ κάτι, αρχίζω να «πιάνω» κάτι