Δείτε επίσης: latch onto
ενεστώτας latch on
γ΄ ενικό ενεστώτα latches on
αόριστος latched on
παθητική μετοχή latched on
ενεργητική μετοχή latching on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις latch και on

latch on (en)

  1. όντας βρέφος δαγκώνω την θηλή της μαμάς μου για να ρουφήξω γάλα
  2. γραπώνω
  3. στέκομαι κοντά
  4. αρχίζω να κατανοώ, αρχίζω να «πιάνω» το νόημα

Άλλες μορφές

επεξεργασία