lash out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | lash out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lashes out |
αόριστος | lashed out |
παθητική μετοχή | lashed out |
ενεργητική μετοχή | lashing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlash out (en)
- ρίχνομαι, ξαφνικά προσπαθώ να χτυπήσω κάποιον ή κάτι
- ⮡ He lashed out at them with his fists.
- Ρίχτηκε πάνω τους με τις γροθιές του.
- ⮡ He lashed out at them with his fists.
Πηγές
επεξεργασία- lash out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω