Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας lash out
γ΄ ενικό ενεστώτα lashes out
αόριστος lashed out
παθητική μετοχή lashed out
ενεργητική μετοχή lashing out

  Ετυμολογία επεξεργασία

lash out < → δείτε τις λέξεις lash και out

  Ρήμα επεξεργασία

lash out (en)

  • ρίχνομαι, ξαφνικά προσπαθώ να χτυπήσω κάποιον ή κάτι
    He lashed out at them with his fists.
    Ρίχτηκε πάνω τους με τις γροθιές του.

  Πηγές επεξεργασία