largely
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
largely (en)
- κατά ένα μεγάλο μέρος
- ↪ The Earth’s population is largely malnourished.
- Ο πληθυσμός της γης κατά ένα μεγάλο μέρος υποσιτίζεται.
- ↪ The Earth’s population is largely malnourished.