ενικός         πληθυντικός  
lancinant lancinants

  Επίθετο

επεξεργασία

lancinant (fr) αρσενικό

  1. σουβλερός, αιχμηρός
  2. επίμονος και βασανιστικός, μονότονος

Συγγενικά

επεξεργασία