ενικός         πληθυντικός  
lanceur lanceurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lanceur (fr) αρσενικό

  1. αυτός που ξεκινάει κάτι
  2. αυτός που πετάει κάτι
  3. (αεροναυτική) πύραυλος που στέλνει ένα ωφέλιμο φορτίο στο διάστημα