Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
laissé-pour-compte laissés-pour-compte

laissé-pour-compte (fr)

  1. απούλητος λόγω κακής ποιότητας
  2. (μεταφορικά) ανεπιθύμητο αντικείμενο ή πρόσωπο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
laissé-pour-compte laissés-pour-compte

laissé-pour-compte (fr) αρσενικό

  1. απούλητο εμπόρευμα λόγω κακής ποιότητας
  2. (μεταφορικά) ανεπιθύμητο αντικείμενο ή πρόσωπο