laissé-pour-compte
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
laissé-pour-compte | laissés-pour-compte |
laissé-pour-compte (fr)
- απούλητος λόγω κακής ποιότητας
- (μεταφορικά) ανεπιθύμητο αντικείμενο ή πρόσωπο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
laissé-pour-compte | laissés-pour-compte |
laissé-pour-compte (fr) αρσενικό
- απούλητο εμπόρευμα λόγω κακής ποιότητας
- (μεταφορικά) ανεπιθύμητο αντικείμενο ή πρόσωπο