kolega
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαkolega (pl) < λατινική collega
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkolega (pl) αρσενικό
- κάποιος με τον οποίο βρίσκεσαι στην ίδια ομάδα ή χώρο ή διατηρείς φιλική σχέση: συνάδελφος, συμφοιτητής, συμπαίκτης, φίλος