Ετυμολογία

επεξεργασία

kolega (pl) < λατινική collega

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔˈlɛɡa/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kolega (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία