kleptocratique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
kleptocratique | kleptocratiques |
Επίθετο
επεξεργασίαkleptocratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την κλεπτοκρατία, διεφθαρμένος
ενικός | πληθυντικός |
kleptocratique | kleptocratiques |
kleptocratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό