κλεπτοκρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλεπτοκρατία < αγγλική kleptocracy < αρχαία ελληνική κλέπτης + κράτος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλεπτοκρατία θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλεπτοκρατία