kindness
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkindness (en)
- (μη μετρήσιμο) η καλοσύνη, το να είναι κανείς καλοσυνάτος
- ⮡ I wouldn’t want to abuse your kindness.
- Δεν θα ήθελα να καταχραστώ της καλοσύνης σας.
- ⮡ I wouldn’t want to abuse your kindness.
- η καλοσύνη, η ευεργεσία