Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

keying (en)

  1. πληκτρολόγηση
  2. ο βανδαλισμός, όπου με τη χρήση κλειδιού δημιουργείται γρατζουνιά σε βαμμένη επιφάνεια
  3. σφήνωση

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • keying στην αγγλική Βικιπαίδεια