keying
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
keying (en)
- πληκτρολόγηση
- ο βανδαλισμός, όπου με τη χρήση κλειδιού δημιουργείται γρατζουνιά σε βαμμένη επιφάνεια
- σφήνωση
επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- keying στην αγγλική Βικιπαίδεια
keying (en)