Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. εύρος γνώσης
  2. επίπεδο αντίληψης/κατανόησης
  1. κατανοώ
  2. γνωρίζω

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ken (nl)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος kennen
  2. 2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος kennen