Ετυμολογία

επεξεργασία
kadri < kadr- + -i
ρήμα kadri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας kadras kadranta kadrata
αόριστος kadris kadrinta kadrita
μέλλοντας kadros kadronta kadrota
υποθετική kadrus - -
προστακτική kadru - -

kadri (eo)



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

kadri (io)