jump on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | jump on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jumps on |
αόριστος | jumped on |
παθητική μετοχή | jumped on |
ενεργητική μετοχή | jumping on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαjump on (en)
- (ανεπίσημο) πέφτω πάνω κάποιου, ρίχνομαι, κατακρίνω κάποιον
- ⮡ The teacher jumped on me as if it were my fault.
- Ο δάσκαλος έπεσε πάνω μου λες και έφταιγα εγώ.
- ⮡ She jumped on me for being late.
- Μου ρίχτηκε επειδή άργησα.
- ⮡ The teacher jumped on me as if it were my fault.
Πηγές
επεξεργασία- jump on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω, ρίχνω