ενεστώτας jump on
γ΄ ενικό ενεστώτα jumps on
αόριστος jumped on
παθητική μετοχή jumped on
ενεργητική μετοχή jumping on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
jump on < → δείτε τις λέξεις jump και on

jump on (en)

  • (ανεπίσημο) πέφτω πάνω κάποιου, ρίχνομαι, κατακρίνω κάποιον
    ⮡  The teacher jumped on me as if it were my fault.
    Ο δάσκαλος έπεσε πάνω μου λες και έφταιγα εγώ.
    ⮡  She jumped on me for being late.
    Μου ρίχτηκε επειδή άργησα.