jump at
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | jump at |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jumps at |
αόριστος | jumped at |
παθητική μετοχή | jumped at |
ενεργητική μετοχή | jumping at |
Ρήμα
επεξεργασίαjump at (en)
Πηγές
επεξεργασία- jump at - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 809. ISBN 9780194325684., λήμμα: σπεύδω