ενεστώτας jump at
γ΄ ενικό ενεστώτα jumps at
αόριστος jumped at
παθητική μετοχή jumped at
ενεργητική μετοχή jumping at

jump at (en)

  • σπεύδω να δεχτώ κάτι
    ⮡  He jumped at our offer.
    Έσπευσε να δεχτεί την προσφορά μας.