ενεστώτας jettison
γ΄ ενικό ενεστώτα jettisons
αόριστος jettisoned
παθητική μετοχή jettisoned
ενεργητική μετοχή jettisoning

jettison (en)

  1. πετάω άχρηστο βάρος από πλοίο, αερόστατο κλπ
  2. (μεταφορικά) εγκαταλείπω, απορρίπτω, πετάω κάτι άχρηστο ή ελαττωματικό
    ⮡  I jettison goods into the sea.
    Πετώ εμπορεύματα στη θάλασσα.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη junk