jettison
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | jettison |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jettisons |
αόριστος | jettisoned |
παθητική μετοχή | jettisoned |
ενεργητική μετοχή | jettisoning |
Ρήμα
επεξεργασίαjettison (en)
- πετάω άχρηστο βάρος από πλοίο, αερόστατο κλπ
- (μεταφορικά) εγκαταλείπω, απορρίπτω, πετάω κάτι άχρηστο ή ελαττωματικό
- ⮡ I jettison goods into the sea.
- Πετώ εμπορεύματα στη θάλασσα.
- ⮡ I jettison goods into the sea.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη junk
Πηγές
επεξεργασία- jettison - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: πετώ