Ετυμολογία

επεξεργασία

jedynka (pl) < jeden

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jedynka (pl) θηλυκό

  1. η μονάδα
  2. (οικείο) η μονάδα σαν σχολικός βαθμός κάτω από τη βάση
  3. (οικείο) το μπροστινό νεογιλό δόντι
  4. το μονόκλινο