ενικός         πληθυντικός  
jalap jalaps

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jalap (fr) αρσενικό

  1. (φυτό) είδος φυτού
  2. (ιατρική) ρητίνη που προέρχεται από το παραπάνω φυτό και αποτελεί έντονο καθαρτικό