jacasseur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʒa.ka.sœːʁ/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | jacasseur | jacasseurs |
θηλυκό | jacasseuse | jacasseuses |
jacasseur (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | jacasseur | jacasseurs |
θηλυκό | jacasseuse | jacasseuses |
jacasseur (fr) αρσενικό