ενικός         πληθυντικός  
ivre ivres

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

ivre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • μεθυσμένος, σουρωμένος
    ※  Αρτίρ Ρεμπό (Arthur Rimbaud), 1854-1891, Le bateau ivre (1871), στη γαλλική Βικιθήκη , οι πρώτοι στίχοι & στροφή 18, στίχ. 4
          Le bateau ivre
    [1.1] Comme je descendais des Fleuves impassibles,
    Je ne me sentis plus guidé par les haleurs
    […]
    [18.4] N’auraient pas repêché la carcasse ivre d’eau
          «Το μεθυσμένο καράβι»
    Καθώς κατέβαινα ποτάμια ατάραχα,
    δεν ένιωθα πια να μ' οδηγούν οι πλοηγοί
    […]
    [18.4] δε θ' ανάσερναν το μεθυσμένο από νερό κουφάρι,
    Μετάφραση λέξεων: το Βικιλεξικό λείπει η μετάφραση λογοτεχνική μετάφραση

Συνώνυμα

επεξεργασία