israélien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | israélien | israéliens |
θηλυκό | israélienne | israéliennes |
Επίθετο
επεξεργασίαisraélien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | israélien | israéliens |
θηλυκό | israélienne | israéliennes |
israélien (fr)