irradiateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- irradiateur < irradiation
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
irradiateur | irradiateurs |
irradiateur (fr) αρσενικό
- συσκευή που παράγει ακτινοβολίες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη irradier