involutif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | involutif | involutifs |
θηλυκό | involutive | involutives |
Επίθετο επεξεργασία
involutif (fr)
- (μαθηματικά) σχετικός με μια παρεμβολή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη involution