ενικός         πληθυντικός  
invivable invivables

  Ετυμολογία

επεξεργασία
invivable < in- + vivable

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.vi.vabl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

invivable (fr)

  1. αβίωτος
  2. ανυπόφορος