intimidant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.ti.mi.dɑ̃/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intimidant | intimidants |
θηλυκό | intimidante | intimidantes |
intimidant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intimidant | intimidants |
θηλυκό | intimidante | intimidantes |
intimidant (fr) αρσενικό