intervenant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- intervenant < intervenir
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intervenant | intervenants |
θηλυκό | intervenante | intervenantes |
intervenant (fr)
- αυτός που παρεμβαίνει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη intervenir