Ετυμολογία

επεξεργασία
intermittently < intermittent + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

intermittently (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 223. ISBN 9780194325684. , λήμμα: διάλειμμα