intercepter
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαintercepter (fr)
- αναχαιτίζω
- Intercepter un avion, un navire. - Αναχαιτίζω ένα αεροπλάνο, ένα πλοίο.
- κατακρατώ
- Intercepter une lettre. - Κατακρατώ ένα γράμμα.
- σταματώ την πορεία, κατακρατώ
- Le nuage intercepte le soleil. - Το σύννεφο κρύβει τον ήλιο.
- Intercepter la lumière. - Σταματώ/κρύβω/κατακρατώ το φως.