intercepter (fr)

  1. αναχαιτίζω
    Intercepter un avion, un navire. - Αναχαιτίζω ένα αεροπλάνο, ένα πλοίο.
  2. κατακρατώ
    Intercepter une lettre. - Κατακρατώ ένα γράμμα.
  3. σταματώ την πορεία, κατακρατώ
    Le nuage intercepte le soleil. - Το σύννεφο κρύβει τον ήλιο.
    Intercepter la lumière. - Σταματώ/κρύβω/κατακρατώ το φως.

Συγγενικά

επεξεργασία