Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό insurrectionnel insurrectionnels
θηλυκό insurrectionnelle insurrectionnelles

  Επίθετο επεξεργασία

insurrectionnel (fr)

  1. επαναστατικός
    il y règne un climat insurrectionnel - υπάρχει ένα επαναστατικό κλίμα