insurrectionnel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | insurrectionnel | insurrectionnels |
θηλυκό | insurrectionnelle | insurrectionnelles |
Επίθετο
επεξεργασίαinsurrectionnel (fr)
- επαναστατικός
- il y règne un climat insurrectionnel - υπάρχει ένα επαναστατικό κλίμα