insurrection (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η εξέγερση, μια κατάσταση στην οποία μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων προσπαθεί να πάρει τον πολιτικό έλεγχο της χώρας τους με βία
- ⮡ They broke out in insurrection.
- Ξέσπασαν σε εξέγερση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rebellion