instrumentation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
instrumentation | instrumentations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinstrumentation (en)
- (μουσική) η ενορχήστρωση
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
instrumentation | instrumentations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinstrumentation (fr) θηλυκό