ενικός         πληθυντικός  
instrumentation instrumentations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

instrumentation (en)

  1. (μουσική) η ενορχήστρωση

Συγγενικά

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
instrumentation instrumentations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

instrumentation (fr) θηλυκό

  1. η ενορχήστρωση