inspirateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inspirateur | inspirateurs |
θηλυκό | inspiratrice | inspiratrices |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinspirateur (fr)
- ο εμπνευστής
- ο υποκινητής
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inspirateur | inspirateurs |
θηλυκό | inspiratrice | inspiratrices |
inspirateur (fr)