insinuant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- insinuant < insinuer
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | insinuant | insinuants |
θηλυκό | insinuante | insinuantes |
insinuant (fr)
- που έχει τάση ή ικανότητα να υπαινίσσεται
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | insinuant | insinuants |
θηλυκό | insinuante | insinuantes |
insinuant (fr)