insensibilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
insensibilité | insensibilités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinsensibilité (fr) θηλυκό
- η αναισθησία
- η απάθεια, η αδιαφορία
- η απονιά
ενικός | πληθυντικός |
insensibilité | insensibilités |
insensibilité (fr) θηλυκό