ενικός         πληθυντικός  
insensibilité insensibilités

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

insensibilité (fr) θηλυκό

  1. η αναισθησία
  2. η απάθεια, η αδιαφορία
  3. η απονιά

Συγγενικά

επεξεργασία